- Μελχιορίτης
- οστον πληθ. οι Μελχιορίτεςεκκλ. χιλιαστική αίρεση τών αναβαπτιστών που εμφανίστηκε στη Γερμανία κατά τον 16ο αιώνα και έλαβε την ονομασία της από το όνομα τού ιδρυτή της Μέλχιορ Χόφμαν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.